13 Ιουν 2013

ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΒΟ ΣΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ‘ΚΕΙ…

Του ΠΑΝ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ*
 
Μετά από 3 χρόνια μνημονιακού ολοκαυτώματος στην Ελλάδα τίποτα δεν είναι ίδιο με την προμνημονιακή Ελλάδα, ενώ πολλά έχουν αλλάξει και σε σχέση με την Ελλάδα του 2012.

Η Ελλάδα της υπαγωγής στο μηχανισμό στήριξης και η Ελλάδα των εκλογών του 2012 ήταν μια χώρα σε μια αέναη κίνηση προς το γκρεμό και μάλιστα με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Μια χώρα με μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούσε ο φόβος μην τυχόν και δεν προλάβει να απλώσει το χέρι της ώστε να αρπάξει το κλαδί από το οποίο θα γαντζωθεί για να σταματήσει η κατρακύλα.


Σε αυτή τη χώρα και σε αυτήν την κοινωνία το αστικό στρατόπεδο κατάφερε να ταυτίσει το γκρεμό με το GREXIT και να ηγεμονεύσει στη λογική του μη χείρον βέλτιστον, στη λογική του άδικου πλην αναγκαίου.
Η Ελλάδα του 2013 είναι μια χώρα με μια κοινωνία που βρίσκεται ήδη στο γκρεμό κι ας μην επήλθε το επάρατο GREXIT. Η Ελλάδα του 2013 είναι μια χώρα με μια οικονομία και μια κοινωνία που έχουν πέσει. Κι όπως κάθε ον που έχει πέσει αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να σηκωθεί.
Επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά τη δυνατότητα του να κάνει καλή συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, το αστικό στρατόπεδο έχει αλλάξει ρότα και πλέον επιδιώκει μια νέα ηγεμονία με πρώτη ύλη το success story.
Ένα success story που επιδιώκει να γίνει το χέρι βοηθείας που αναζητά μια κοινωνία τραυματισμένη. Μια κοινωνία που κείτεται στο πάτωμα μετρώντας τα κατάγματα της, απότοκο της απότομης πτώσης της. Το χέρι που θα τη βοηθήσει να σηκωθεί, προκειμένου ν’ αρχίσει ν’ ανεβαίνει την πλαγιά στην οποία με τόση ορμή κουτρουβάλησε.
Όταν πέφτεις φοβάσαι, όταν πέσεις θες να ελπίσεις ότι θα σηκωθείς.
Σε μια πεσμένη λοιπόν κοινωνία το θέατρο του πολέμου μεταφέρεται από το πεδίο του φόβου στο πεδίο της ελπίδας κι ο αντίπαλος έχει παρατάξει ήδη τις δυνάμεις του εκεί και μας περιμένει.
Από κοντά μας περιμένει και η κοινωνία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αποκτά καίρια σημασία, ώστε σε αυτή τη μάχη να πάμε κατάλληλα προετοιμασμένοι και εξοπλισμένοι.

ΜΕ ΤΙ ΟΠΛΑ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΑΧΗ;
Η προειδοποίηση για τα χειρότερα που ακόμα μπορούν να έρθουν -και θα έρθουν-, καίτοι πραγματική δεν μπορεί παρά να προκαλέσει ελαφριές αμυχές στον αντίπαλο. Σίγουρα δεν μπορεί να του επιφέρει καίριο πλήγμα. Απέναντι σε έναν αντίπαλο με βαρύ οπλισμό (μέσα ενημέρωσης) και ισχυρότατες συμμαχίες (εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο, εγχώριο και διεθνές πολιτικό κατεστημένο) το όπλο του «έρχονται και χειρότερα» μοιάζει με σφεντόνα.
Αντίθετα το όπλο ενός συνεκτικού, συνολικού, ριζοσπαστικού προγράμματος αντικατάστασης του μνημονίου μπορεί και πρέπει να αποτελέσει την επιλογή μας.
Ενός προγράμματος όχι τεχνοκρατικού ή ταξικά ουδέτερου, αλλά ενός προγράμματος ταξικά μεροληπτικού, πολιτικά φιλόδοξου και κοινωνικά εφαρμόσιμου. Ενός προγράμματος που θα λαμβάνει υπόψιν του το γεγονός ότι η ανακοπή της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, φτωχοποίησης των λαϊκών στρωμάτων και υπονόμευσης του παρόντος και του μέλλοντος της νέας γενιάς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μία δέσμη πολιτικών η οποία την ίδια ώρα θα μετασχηματίζει το σύνολο των σχέσεων (παραγωγικές, κοινωνικές και πολιτικές) σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Ενός προγράμματος που δεν θα αποτελεί ένα ακόμα ογκώδες βιβλίο με το τι να κάνουμε όταν βγούμε κυβέρνηση, αλλά ενός προγράμματος που θα έχει τη μορφή και το περιεχόμενου ενός πολιτικού σχεδίου που θα απαντά από σήμερα στις ταξικές ανάγκες και όχι στις ιδεολογικοπολιτικές προκαταλήψεις της κοινωνίας, συγκροτώντας εκείνο τον οδικό άξονα που σε πρώτη φάση θα μας οδηγήσει στην κυβέρνηση μαζί με το λαό και στη συνέχεια θα αποτελέσει τη βάση στην οποία θα στηρίξουμε τις προσπάθειες μας για να πετύχουμε το στρατηγικό μας στόχο, το σοσιαλισμό.
Ενός προγράμματος που θα μπορεί να μετατρέψει το λαό που μας περιμένει στο νέο θέατρο του πολέμου από αδηφάγο φιλοθεάμων κοινό σε μια ρωμαϊκή αρένα σε συμπολεμιστή μας.
Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικό, συνολικό και συνεκτικό που να είναι τόσο συγκεκριμένο όσο χρειάζεται για να μπορεί να πείσει ότι είναι και ρεαλιστικό (απαντώντας στους όρους και τις προϋποθέσεις επιτυχίας του) και τόσο γενικό όσο πρέπει ώστε να δίνει εκείνο το αφηρημένο πλαίσιο αρχών και αξιών που επιβεβαιώνει τον οραματικό του χαρακτήρα.
Ένα σχέδιο δράσης που να καλλιεργεί τη συνείδηση ότι πρόκειται για μία μάχη με ανώτερους σκοπούς, με υψηλά ιδανικά, με στρατηγικές απολήξεις. Μια μάχη που έχει στόχο όχι απλά να σηκωθούμε αλλά και να βγούμε από το γκρεμό για να ανεβούμε όχι στο σημείο από το οποίο πέσαμε αλλά ακόμα πιο ψηλά.
Σε άλλες εποχές αυτό ίσως να ήταν αρκετό. Ωστόσο σε αυτές τις εποχές τις τόσο πυκνές και ρευστές που όλα γύρω αναποδογυρίζουν με αστραπιαία ταχύτητα ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι συνθήκη αναγκαία για να κερδίσουμε τη μάχη που έχουμε μπροστά μας αλλά όχι ικανή για να κερδίσουμε τον πόλεμο.

Η ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΕΚΒΑΣΗ
Η τελική επικράτηση περνάει αναπόδραστα μέσα από την επιτυχή υλοποίηση ενός τέτοιου ριζοσπαστικού, συνολικού και συνεκτικού προγράμματος ανακοπής της μνημονιακής λεηλασίας και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Το να κερδίσουμε τις επικείμενες μάχες και εν τέλει τον πόλεμο συνιστά και τη μόνη ελπιδοφόρα εξέλιξη. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δλδ. είτε δεν κατορθώσουμε να κάνουμε το σχέδιο μας ηγεμονικό και πλειοψηφικό είτε δεν μπορέσουμε να το εφαρμόσουμε, θα μιλάμε για τη χειρότερη έκβαση, την οποία εκ των πραγμάτων δεν θα είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε, έχοντας βγει από τον πόλεμο ηττημένοι, έχοντας απολέσει τη λαϊκή στήριξη και κινητοποίηση κι έχοντας απέναντι μας θριαμβευτές τα δύο άκρα του αντιδραστικού οικονομικού και κοινωνικού Αρμαγεδδώνα, ήτοι το μνημονιακό μπλοκ και τη Χρυσή Αυγή.
Εξ’ ου και το επικείμενο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και πρέπει να είναι ένας σταθμός προετοιμασίας για να κερδίσουμε όχι μόνο την επόμενη μάχη αλλά τον πόλεμο.
Και υπ’ αυτήν ακριβώς την έννοια είμαστε αναγκασμένοι να ασχοληθούμε σοβαρά και τελικά να καταλήξουμε σε συμπεράσματα αναφορικά με μια σειρά από θέματα όπως η ευρωζώνη και το ευρώ, το χρέος, οι συμμαχίες και το τι κόμμα θέλουμε όχι γιατί έτσι μας αρέσει αλλά γιατί έτσι το χρειαζόμαστε με βάση τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.

ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ 
Οφείλουμε δηλαδή να προβληματιστούμε και να εκτιμήσουμε τη συμβατότητα του ιδεολογικού, πολιτικού και κανονιστικού πλαισίου της ευρωζώνης, του ελεύθερου ανταγωνισμού, του «λιγότερου» κράτους, της επιχειρηματικότητας και της απασχολησιμότητας των νέων κ.α., με ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, με ένα πρόγραμμα αναδιανομής του πλούτου από τα πάνω προς τα κάτω και όχι αντίστροφα.
Μ’ ένα πρόγραμμα εθνικοποίησης όχι των ζημιών αλλά των ίδιων των επιχειρήσεων με στόχο όχι την επαναφορά τους (και μάλιστα καθαρών από χρέη και ζημιές) στους πρώην ιδιοκτήτες τους αλλά την απόδοση τους στον κοινωνικό έλεγχο.
Μ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής στοχοπροσηλωμένο στην κάλυψη κοινωνικών αναγκών και όχι στην υπηρεσία της διεύρυνσης της κερδοφορίας.
Μ’ ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης όχι μόνο της παραγωγικής βάσης και δραστηριότητας της χώρας αλλά και των παραγωγικών σχέσεων με σαφή ταξικό πρόσημο.
Κι επειδή η ασυμβατότητα είναι τόσο προφανής, όσο ξεκάθαρο είναι ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ πασχίζουν όχι για την εξασφάλιση βραχυπρόθεσμων κερδών ή την αποφυγή βραχυπρόθεσμων ζημιών των ίδιων ή επιμέρους μερίδων του κεφαλαίου αλλά για τη διαμόρφωση εκείνων των όρων που θα απαντήσουν πολιτικά και θα άρουν τις δομικές αιτίες που έφεραν το σύστημα και όχι κάποιες χώρες σε κρίση, προκειμένου όλοι μαζί (το κεφάλαιο) να χτίσουν τη νέα κανονικότητα, οφείλουμε να βρούμε και να απαντήσουμε ποιο είναι εκείνο το πεδίο το οποίο, όχι απλά θέλουμε αλλά μπορούμε κιόλας να έχουμε, που θα μας εξασφαλίζει ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κανονιστικό πλαίσιο συμβατό με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις και φιλικό με τις στρατηγικές κατευθύνσεις του προγράμματος μας.
Μπορεί αυτό το πεδίο να είναι το εθνικό; Με ρεαλιστικούς, ταξικούς και διεθνιστικούς όρους η απάντηση είναι πως «ναι, μπορεί!». Μπορεί να είναι συμβατό με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις του προγράμματος μας και φιλικό με το στρατηγικό μας στόχο, δεδομένου ότι θα μιλάμε για ένα πεδίο όπου θα πλειοψηφούν εκείνες οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα εμπνέονται από αυτό το πρόγραμμα.
Την ίδια απάντηση δίνει και ο Μαρξ στο Μανιφέστο ανάγοντας σε θεμελιώδη αρχή του διεθνισμού την υποχρέωση της κάθε εργατικής τάξης να παλέψει πρώτα και κύρια ενάντια και για την ανατροπή της δικής της αστικής τάξης. Αυτή η μάχη στη δεδομένη στιγμή περνά αναπόφευκτα μέσα από την αποσύνδεση της ελληνικής τάξης από τη μηχανική υποστήριξη που της παρέχουν δομές όπως η ΟΝΕ.

ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ
Από την έκβαση αυτής της μάχης αυτό που διακυβεύεται δεν είναι το αν θα δημιουργήσουμε μια σοσιαλιστική νησίδα που θα επιχειρεί να επιβιώνει εσαεί σε έναν νεοφιλελεύθερα παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Το πραγματικό διακύβευμα είναι να υπάρξει εκείνο το παράδειγμα, το πρώτο στην ιστορία και το έδαφος του καπιταλιστικά υπερανεπτυγμένου μέχρι σήμερα δυτικού κόσμου που θα αμφισβητεί όχι στα λόγια αλλά στην πράξη την ΤΙΝΑ (There Is No Alternative).
Ένα παράδειγμα εναλλακτικού δρόμου στη μικροκλίμακα του εθνικού πεδίου που μπορεί εν προκειμένω να καταστήσει de facto την ελληνική εργατική τάξη πρωτοπόρα δύναμη και σημείο αναφοράς όχι μόνο για το ευρωπαϊκό αλλά και για το παγκόσμιο προλεταριάτο, θέτοντας σε κίνηση ένα τεράστιο ντόμινο, ώστε αυτή η γη να γίνει κόκκινη.

*Ο Παναγιώτης Αθανασιάδης είναι μέλος της απερχόμενης Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ

Πηγη: iskra

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου