11 Ιαν 2013

Το νέο αμερικανικό παράδοξο: κεφάλαιο εναντίον εργασίας

Μετά απο δεκαετίες υποστήριξης του κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες κάθονται πάνω στο ρευστό ενώ οι εργαζόμενοι υποφέρουν.

Των Λίο Πάνιτς και Σαμ Γκίντιν
Τα χαμηλά επίπεδα επενδύσεων στις ΗΠΑ παρά τα υψηλά κέρδη- εν μέσω δύσκολων καιρών για τους εργαζομένους- φαίνεται να αναβιώνουν μια παλιομοδίτική, σχεδόν μαρξιστική, συζήτηση για το κεφάλαιο εναντίον της   εργασίας. Έτσι το έθεσε πρόσφατα ο νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, αναρωτώμενος  μήπως η εξήγηση του «παραδόξου» της παρατεταμένης υψηλής ανεργίας που συμπίπτει με εταιρίες γεμάτες μετρητά ανάγεται στα «ρομπότ» ή στους «βαρόνους της κλοπής»,   δηλαδή στις νέες τεχνολογίες ή στον αυξανόμενα μονοπωλιακό χαρακτήρα της οικονομίας.



 Ίσως ακόμα πιο σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του ενεργητικού ρόλου των κυβερνήσεων υπερ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας, με τελευταίο παράδειγμα την  αντισυνδικαλιστική  νομοθεσία που υιοθετήθηκε πρόσφατα στο Μίσιγκαν, τη γενέτειρα του σύγχρονου βιομηχανικού συνδικαλισμού.

Οι ρίζες αυτού του φαινομένου ανάγονται στην πολιτική απάντηση στην  εργατική πολεμική  και την συμπίεση των κερδών κατά τη δεκαετία του 1970. Η απάντηση στην  αδυσώπητη ερώτηση που έθεσε στις 14 Ιουλίου του 1974 το εξώφυλλο του περιοδικού Time – «Μπορεί να επιβιώσει ο Καπιταλισμός;»- δόθηκε στα τέλη εκείνης της δεκαετίας   με τον καθορισμό  του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού από τον Πωλ Φόλκερ για να αντιμετωπίσει τον «μισθοκίνητο» πληθωρισμό. Αυτό επιτεύχθηκε με πολύ υψηλά επιτόκια δανεισμού και την ανεργία που  τότε προκάλεσε – το αντίθετο από αυτό που είναι σχεδιασμένη  να κάνει σήμερα η προσήλωση της Fed σε χαμηλά επιτόκια.

Αλλά αυτό που «έσπασε ακόμα περισσότερο το ηθικό της εργασίας» όπως μας είπε και ο ίδιος ο Φόλκερ σε μια συνέντευξη για το The Making of Global Capitalism, ήταν η απόλυση, απ’ την κυβέρνηση Ρίγκαν, 12000 υψηλά αμοιβόμενων ελεγκτών κυκλοφορίας και η ανάκληση της άδειας του σωματείου τους, το 1981. Στην Ένωση αυτό θεωρήθηκε από πολλούς σαν η πιο σημαντική πρωτοβουλία του Ρίγκαν στο εσωτερικό της χώρας, ειδικά αφού η εταιρική επιθετικότητα που αυτή ενθάρυνε  εδραιώθηκε μέσω της νομοθεσίας κατά των σωματείων και τους διορισμούς συντηρητικών στα εργατικά συμβούλια.

Η προώθηση της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου και των κεφαλαιακών ροών από τις επόμενες ομοσπονδιακές κυβερνήσεις ενδυνάμωσαν το κεφάλαιο έναντι της εργασίας. Η οικονομική ανασυγκρότηση που ακολούθησε υπονόμευσε περαιτέρω τα ιστορικά θεμέλια των συνδικάτων, όπως φαίνεται από την κατάρρευση του αριθμού των εργαζομένων που ήταν μέλη συνδικάτων στον τομέα των κατασκευών, από 7,5 εκατομμύρια, το 1983, σε 1,5 εκατομμύριο, το 2007. Ακόμα και όταν η ανεργία διορθώθηκε την δεκαετία το 1990, οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν μόνιμη ανασφάλεια και οι θέσεις εργασίας τους γίνονταν όλο και πιο  επισφαλείς.

Αυτό δεν έχει τόσο να κάνει με την μεταβαλλόμενη φύση των θέσεων εργασίας. Η εργασία στην αυτοκινητοβιομηχανία ήταν, πριν την ανάδειξη των συνδικάτων, τη δεκαετία του 1930, εξαιρετικά επισφαλής, με πολύ υψηλό ρυθμό αλλαγών προσωπικού. Αντιστοίχως, παρόλο που ο τομέας του εμπορίου είναι ένας από τους τομείς με τη μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας τις τελευταίες δεκαετίες, ο αυξανόμενος αριθμός θέσεων εργασίας στο εμπόριο συνέχισε να είναι κακοπληρωμένος και να παρουσιάζει υψηλούς ρυθμούς απολύσεων. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει κάνει επισφαλείς τις περισσότερες θέσεις  εργασίας, σήμερα, είναι η μείωση της δύναμης των εργατικών ενώσεων σε σχέση με αυτές των επιχειρήσεων, σε όλους τους τομείς.  

Η επανεισαγωγή των φορολογικών συντελεστών της προ Μπους εποχής στα πολύ υψηλά εισοδήματα είναι σίγουρα δικαιολογημένη, όπως είναι και το να  αυξηθούν οι φόροι στα κεφαλαιακά κέρδη και στις κληρονομιές, στον βαθμό που η μεγέθυνση της εισοδηματικής ανισότητας είναι σήμερα τόσο στενά  συνδεδεμένη με τη συσσώρευση του πλούτου  (το να χαμηλώσει κανείς, ταυτόχρονα,  τους φόρους στις επιχειρήσεις, όπως σχεδιάζει η κυβέρνηση Ομπάμα, θα βαθύνει περαιτέρω το πρόβλημα). Όμως,  ακόμα και ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα μόλις που αγγίζει τις άκρες μιας δομής διανομής εισοδήματος που παράγεται από μια οικονομία με μια τόσο βαθιά, δομική ασυμμετρία ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Μια απ τις βασικές δικαιολογίες για  την ανισότητα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία – οτι δηλαδή τα κέρδη επενδύονται για το κοινό καλό- είναι σήμερα ιδιαίτερα  έωλη, καθώς οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες κάθονται πάνω στα μετρητά τους, ενώ οι εργαζόμενοι υποφέρουν από την ανασφάλεια και την ανεργία. Όντως, μια έρευνα του ΔΝΤ τον Ιούνιο του 2012 («Rise of Inequality at Center of Economic Crisis») δείχνει πως αυτή η κατάσταση έχει φτάσει στο σημείο να υπονομεύει την  αποτελεσματική ζήτηση — κι έτσι, οι επιχειρήσεις διστάζουν να κάνουν επενδύσεις.

Ωστόσο, αυτό είναι το αποτέλεσμα δεκαετιών κυβερνητικής στήριξης για την ενίσχυση του κεφαλαίου επί της εργασίας. Για να χρησιμοποιήσουμε ακόμα έναν «παλιομοδίτικο, σχεδόν μαρξιστικό» όρο, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε οχι τόσο ως ένα νέο παράδοξο, αλλά σαν μια επαναλαμβανόμενη αντίφαση του καπιταλισμού.

(The Guardian, Μετάφραση: Ντίνα Τζουβάλα )

Πηγή:RedNotebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου